συμπορθώ

συμπορθώ
-έω, Α [πορθῶ]
κυριεύω και καταστρέφω πόλη ή χώρα μαζί με άλλον ή άλλους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συμπορθητής — ὁ, Α [συμπορθῶ] αυτός που μετέχει στην εκπόρθηση και λεηλασία πόλης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”